- σειρίς
- (-ίδος) η см. σειρήτι[ον]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σειρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρίδα — σειρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρίδας — σειρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρίδες — σειρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρίδι — σειρίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρίδος — σειρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RHETOR — per excellentiam Demosthenes dictus est. Harpocration in Οἰνέη καὶ Οἰναῖος, Μνημονεύει δ᾿ ἂν νῦν ὁ Ρ῾ήτωρ τοῦ πρὸς Ἐλευθέραις, οὑ καὶ Οουκυδιδης εν τῇ δευτέρᾳ. Et in Sirrina, Ε῎ςτι δὲ καὶ Σεῖρις πόλις Ι᾿ταλική καὶ τάχα τὰ ἔνθεν ὑφάσματα, ἤ τινα… … Hofmann J. Lexicon universale
σειρίδα — η / σειρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σιρίτι 2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών… … Dictionary of Greek
σειρίδιο — το, Ν [σειρίς, ίδος] υποκορ. τ. τού σειρίδα … Dictionary of Greek
σερήτιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σερίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθωση σε σειρήτιον ή σειρίς] … Dictionary of Greek